- πρωθυπουργικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρωθυπουργό: Πρωθυπουργική κατοικία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρωθυπουργικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε πρωθυπουργό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωθυπουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek